μπαρμακλίκι

μπαρμακλίκι
και παρμακλίκι το
1. κάγκελο, κιγκλίδωμα
2. μεταλλικό ή ξύλινο στήριγμα στις σκάλες τών φάρων
3. το σύνολο τών ακτίνων τροχού παλαιάς άμαξας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. parmak-lik].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”